σωτηρίου

σωτηρίου
σωτήριος
saving
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Σωτηρίου, Γεώργιος — Έλληνας αρχαιολόγος και βυζαντινολόγος (Σπέτσες 1880 Αθήνα 1965). Σπούδασε στην Αθήνα, στη Λιψία, στο Βερολίνο και στη Βιέννη. Το 1915 έγινε έφορος βυζαντινών αρχαιοτήτων και το 1923 διευθυντής του Βυζαντινού Μουσείου της Αθήνας, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • Σωτηρίου, Ζήσης — Αγωνιστής του 1821 και λόγιος. Καταγόταν από τον Όλυμπο. Κατά την Επανάσταση αγωνίστηκε στη Χαλκιδική κάτω από τις διαταγές του Εμμ. Παπά και, μετά την καταστολή της, πήρε μέρος σε διάφορες μάχες στη Στερεά Ελλάδα και στην Πελοπόννησο. Το 1834… …   Dictionary of Greek

  • Σωτηρίου, Κώστας — Παιδαγωγός. (Μαρκόπουλο Αττικής 1889 Αθήνα 1965). Σπούδασε αρχικά στο Διδασκαλείο στην Αθήνα και έπειτα παιδαγωγικά στην Ευρώπη. Από το 1923 ως το 1926 υπηρέτησε ως διευθυντής δημοτικής εκπαίδευσης στο υπουργείο Παιδείας, έπειτα ως διευθυντής στο …   Dictionary of Greek

  • ДИМИТРИЙ СОЛУНСКИЙ — († ок. 306), вмч. (пам. 26 окт.), один из наиболее чтимых святых в правосл. мире, покровитель г. Фессалоника (слав. Солунь). Греки именуют Д. С. Мироточцем (ὁ μυροβλύτης / μυροβλήτης), т. к. его мощи источали миро, а в визант. текстах… …   Православная энциклопедия

  • Dido Sotiriou — (alternative Schreibweise: Dido Sotiriu; griechisch Διδώ Σωτηρίου; türkisch Dido Sotiroğlu; * 18. Februar 1909 bzw. nach anderen Quellen[1]: * 1911 in Aydın, Osmanisches Reich; † 23. September 2004 in Athen) war eine griechische… …   Deutsch Wikipedia

  • ДИМИТРИЯ СОЛУНСКОГО ВЕЛИКОМУЧЕНИКА БАЗИЛИКА В ФЕССАЛОНИКЕ — построена на месте рим. терм, где, по преданию, был заключен и замучен вмч. Димитрий Солунский. История Базилика вмч. Димитрия Солунского Базилика вмч. Димитрия СолунскогоПосле 313 г. в одной из частей комплекса терм был основан небольшой… …   Православная энциклопедия

  • Сотириу, Дидо — Дидо Сотириу греч. Διδώ Σωτηρίου Род деятельности: писател …   Википедия

  • σωτήριος — α, ο / σωτήριος, ία, ον, ΝΜΑ, και θεσσαλ. τ. σουτείριος Α [σωτήρ, ῆρος] 1. αυτός που σώζει, που απαλλάσσει από δυσχερή κατάσταση, κίνδυνο, καταστροφή (α. «σωτήρια η παρέμβαση τών γιατρών» β. «καλοῡμεν αὐγὰς ἡλίου σωτηρίους», Αισχύλ.) 2. αυτός που …   Dictionary of Greek

  • Νικόπολις — I Αρχαία πόλη της Ηπείρου, στον λαιμό της χερσονήσου της Πρέβεζας, που την ίδρυσε ο Αύγουστος μετά τη ναυμαχία του Ακτίου (31 μ.Χ.). Η θέση όπου ιδρύθηκε η N. δεν είχε τα προσόντα για να ελκύσει την προσοχή των αρχαίων Ελλήνων. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • Χαραλάμπης — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ιερέας, ο οποίος καταγόταν από τη Μαγνησία. Επί Σεπτίμιου Σεβήρου (193 – 210) διαπομπεύτηκε στους δρόμους της πόλης, όπου τον έσερναν με χαλινάρι και, τέλος, τον αποκεφάλισαν μαζί με τους δήμιους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”